Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2007

Η Κατάρα

Πριν από πολλά χρόνια... δεν ήξερε ποιός ήταν... Ζούσε σε τέσσερις τοίχους, πίνοντας κρασί και τρώγοντας με δυσκολία.
Ηταν έφηβος... και αγαπημένο του παιχνίδι ήταν τα αιχμηρά ξυραφάκια, κείνα τα ΑΣΤΟΡ που οι παππούδες μας χρησιμοποιούσαν στο ξύρισμά τους.
Κλειδωνόταν στο δωμάτιο του, ένιωθε μόνος. Είχε ζήσει πολύ λίγο αλλά σε αυτό το λίγο είχε ζήσει πράγματα σκληρά.
Το πρωϊ στο σχολείο, έγραφε ποιήματα, ακούγοντας μουσική από το diskman του. Τις Δευτέρες, αγόραζε και μία αθλητική εφημερίδα να διαβάσει καλύτερα το ματς που έδινε η ομάδα του τη Κυριακή που είχε περάσει.
Δε μιλούσε σε κανέναν, δεν άφηνε να τον πλησιάσουν. Είχε τα ρημάδια τα ακουστικά στα αυτιά του και ήταν σε έναν κόσμο που κανένας δε δέχτηκε να μπεί ποτέ. Όπως κι εκείνος αρνήτο τον κόσμο που ζούσε, ή μάλλον καλύτερα να λέγαμε πως ο κόσμος τον εξόρισε, έτσι κι εκείνος τους έγραφε στα αρχίδια του.

Συνήθως ήταν μελαγχολικός και έθαβε στην αγκαλιά του το κεφάλι του και ακόμα και ο ίδιος δεν είχε ιδέα τί ήταν αυτό που του γαμούσε τόσο τη ψυχή. Πέρασε άσχημα παιδικά χρόνια, τα είχε πιά ξεχάσει - ώσπου κάποια μέρα στάθηκε στον καθρέφτη του μπροστά και κοιτάχτηκε για αρκετή ώρα. Κοίταζε τον εαυτό του μέσα στα μάτια, κοιτούσε την αντανάκλασή των, και μέτραγε τον εαυτό του μέσα από τις κόρες του. Για πρώτη φορά είδε αυτό που και πιό μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι, θα το φοβόντουσαν : τη Κατάρα. Τη Κατάρα του να είσαι μόνος. Του να φωνάζεις και τα πλήθη να μην σε ακούν, ακόμα κι αν περνούσαν από δίπλα σου. Φευ! κι ήταν ακόμα παιδί.

Ήταν ακόμα παιδί κι έγραφε για θάνατο στα χαρτιά του καθώς έπινε αλκοόλ σαν να ήταν το οξυγόνο του. Μα, δε φοβήθηκε... Γιατί για εκείνον, δεν ήταν κατάρα, αλλά ένα χάρισμα.
Και όντως είναι χάρισμα να νιώθεις τον λόγο για τον οποίο οι άνθρωποι τρέμουν το έρεβος. Και οι μύθοι που έφτιαχνε στο μυαλό του, μιλούσαν για μία αιμοβόρικη Υστεροφημία. Του άρεσε και άρχισε να φτιάχνει τους δικούς του δρόμους. Μέσα από το έρεβος και το αίμα.

Φίλοι; Όχι, δεν είχε. Είχε απλά γνωστούς που πέρναγε την ώρα του μαζί τους. Και ήξεραν πως έγραφε, τα διάβαζαν (ή τους τα διάβαζε) και εκείνοι θεωρούσαν τον τύπο Μεσσία, έναν άλλο Νεορομαντικό. Και του ζητούσαν να τους μιλάει. Κι όταν αυτός τους ρώταγε, μα τί να πω, κείνοι κοιτούσαν εκστατικά με μάτια που έλαμπαν, και του απαντούσαν "Οτιδήποτε, απλά μίλα". Κι έτσι γινόταν. Τους μιλούσε για ότι είχε κείνη την ώρα στο μυαλό του. Και έβγαζε συμπεράσματα που άφηναν μαλάκες τους άλλους, τόσο που τον έλεγαν παιδί θαύμα και τον χειροκροτούσαν όταν τελείωνε να μιλάει.
Στη πραγματικότητα, τους πούλαγε σοφίες. Τους έλεγε όσα φοβόντουσαν κι όσα κρυφά μέσα τους ποθούσαν και δεν άντεχαν να τα σκεφτούν.
Μέσα του, ήξερε μόνο εκείνος πόσο πονούσε. Πώς η μοναξιά ήταν αυτή που τον οδηγούσε στα κρυφά μονοπάτια της ψυχής του. Και δεν ήξερε κανείς τί έκανε το βράδυ...

Έβαζε το Requiem του W. A. Mozart να παίξει.. ολόκληρο και εν τω μεταξύ έπινε καμμιά μπυρίτσα, ή λίγο κρασί. Η μάλλον... Οχι λίγο. Πολύ.
Κι όταν έφτανε το cd στο Rex Tremendae, άρχιζε η σκληρή μέθη, του γύριζε το δωμάτιο, κείνος έχασκε με στόμα μισάνοιχτο, και μάτια γυρισμένα πάνω, να κλαίει και να κρατά πάνω από τα χαρτιά του ένα ματωμένο ξυράφι. Να το σηκώνει ψηλά, σαν λάβαρο, και μέσα του να εύχεται να πεθάνει πριν τελειώσει το Rex Tremendae γιατί το επόμενο κομμάτι δε του άρεσε για να πεθάνει. Και χαμογελώντας πικρά, σκεφτόταν πως η καλύτερη κηδεία ήταν αυτή, η δικιά του, με μόνη λειτουργεία και "διάβασμα" τη Lacrimosa από την ίδια Οπερα.

Από σχέσεις, όλες αποτυχημένες. Το πρώτο του φιλί ήταν καθ' αυτόν αισχρό και όλες του οι κοπέλες αδυνατούσαν να τον καταλάβουν. Ήταν μοναχικός, κλειστός, πότης, τεμπέλης και λυπημένος. Και εκείνες δε καταλάβαιναν το πως να μείνεις με έναν ποιητή είναι μιά δοκιμασία. Εκείνες πίστευαν πως οι ποιητές είναι ανοιχτοί σε κάθε πρόταση, και το να βλέπουν τελικά μπροστά τους έναν μίζερο και δύσκολο άνθρωπο, δε το ήθελαν.
Και έφευγαν. Και έσκιζαν τα ποιήματά του, ή απλά και όπως οι άνθρωποι το συνηθίζουν, χλεύαζαν τις ρίμες του μαζί με τις φιλενάδες τους.

Και τα χέρια του δε σταμάτησαν στιγμή να στάζουν αίμα. Τα μάτια του δε σταμάτησαν ποτέ να στάζουν δάκρυα.

Είχε όλα όσα ήθελε: το υλικό, τη φήμη, την ιδιαιτερότητα. Του έμενε απλά ένα τέλος, καθώς θα του ταίριαζε.

Ήταν η εκδίκησή του. Σε όλους εκείνους που τον χλεύασαν, που τον έκαναν να μαρτυρήσει, που τον πούλησαν, που τον πλήγωσαν. Και κείνοι που ήταν καλοί μαζί του, κάποτε θα μάθαιναν στην απουσία του. Το περίεργο είναι πως το παλικάρι, είχε όνειρα. Δε σκόπευε να πεθάνει στο "έτσι". Ήθελε πρώτα να φτιάξει μιά κληρονομιά, για κείνους που θα ήταν όμοιοι με αυτόν.

Ένα μόνο πράγμα θα τον σταματούσε από τη κατρακύλα. Μία Μούσα.

Και ένα βράδι την βρήκε μπροστά του. Σε ένα μικρό μπαράκι, που πήγαινε συνήθως για να πνίξει τη μοναξιά του μιλώντας με τον Μπάρμαν και τη Μπαργούμαν.

Δε κατάλαβε για πότε βρεθήκαν να μιλούν και για πότε την ερωτεύθηκε.

Η Κατάρα λύθηκε. Αυτός δεν πέθανε μονάχος. Το μόνο του μάθημα, ήταν πως δεν είναι μόνο οι ποιητές δύσκολοι.. οι γυναίκες τους είναι ακόμα πιό πολύ. Κι ίσως αυτή η διαρκής αίσθηση κινδύνου του άναβε την περιέργεια.

Και τη νυμφεύθη, παγανιστικά, στη πιό όμορφη γωνία του Παρθενώνα.
Και όταν πέθανε, πλέον ένας σημαδεμένος γέρος που ποτέ δε ξέφυγε από τη μιζέρια του, έθαψε μέσα του καλά τα μυστικά που τον ταλάνιζαν για χρόνια.

Κι η Υστεροφημία του εγένετο.
Κι όταν οι πιτσιρικάδες διαβάζουν τα ποιήματά του στα προαύλια, τον αποκαλούν "Ηρωα". Μα θα ρθει ο καιρός που και κείνοι θα μάθουν το μάθημά τους...

Copyright Gothangel 2007