Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα H Σκιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα H Σκιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Απριλίου 2007

Η ΣΚΙΑ - ΤΕΥΧΟΣ 2ο



Βαρέθηκα τις ζήλιες σου, επιτέλους!
Τί ώρα θα έρθεις σπίτι... ανησυχούμε...
Γιατί δε ξέρεις τη μετάφραση που σας είπα να μάθετε;
Οχι, νεαρέ... τα ρέστα που σου έδωσα είναι σωστά.
Γιατί δε με ακούς, γιατί δε καταλαβαίνεις τι σου λέω;

Δε σας αντέχω.

Δε σε αντέχω!

Σκοτάδι.

Αισθάνεται τα μανίκια του βρεγμένα. Γύρω μαυρίλα. Κοιτάει τους καρπούς του... Δεν ξαφνιάζεται με το σχισμένο του δέρμα. Κοιτάει γύρω. Ξανά και ξανά.

Πού είμαι;

Ακούστηκε ένα σούσουρο από μακριά. Τρομάζοντας, ξανακοιτάει γύρω του. Αρχίζει να ιδρώνει στις παλάμες, δαγκώνει το κάτω χείλος του με αγωνία.

Λοιπόν, εδώ είμαστε.

Έχω πεθάνει;
σκέφτηκε ακούγοντας αυτή τη φωνή. Γέρικη και ίσως περισσότερο αλλοπρόσαλλη από ότι σοφή, ακουγόταν η ανάσα της σε κάθε συλλαβή.

Οχι, δε πέθανες.

Και τί σκατά κάνω εδώ πέρα; Εγκρίσεις για Παράδεισο δε κάνουν Κυριακάτικα.

Σκέφτηκα να σου δώσω μιά ευκαιρία που πάντα ζητούσες.

Δηλαδή;

Θα σου δώσω την ευκαιρία να δεις τι προκάλεσε η πράξη σου σε αυτούς που θέλησες να εκδικηθείς...

Α, ωραία!...

...Και - ΚΥΡΙΩΣ - να ζήσεις ένα εικοσιτετράωρο μεταξύ τους. Αόρατος και άϋλος, μπορώντας να πας παντού και να ακούσεις τα πάντα... Χωρίς κανείς να σε δεί. Χωρίς κανείς να μή μπορεί να σε ακούσει...

Τέλεια!

...ή να σε αισθανθεί.

Α.

Ναι... στο κράτησα τελευταίο.

[Σιωπή]

Δέχεσαι... ή όχι;

Και μετά τί θα κάνω; Θέλω να πω, μετά τις 24 ώρες τί θα γίνει;

Άμα σου πω από τώρα, δε θα 'χει γούστο.

Δεκτό.

[Σιωπή]

Εσύ, τώρα... είσαι ο Θεός - και καλά;

Πέρασαν δυο - ίσως και δέκα - λεπτά σιγής.
Γύρω, ακόμη το σκότος.


Μέχρι που ξημερώνοντας, βρέθηκε στο κρεββάτι της μνηστής του.



Συνεχίζεται...

Σάββατο 24 Μαρτίου 2007

Η ΣΚΙΑ - ΤΕΥΧΟΣ 1ο



Κι αν δε γυρίσεις;
Ποιός νοιάστηκε ποτέ αν εσύ ζεις τελικά;
Κι όλη εκείνη η αχαλίνωτα αυτοκαταστροφική εφηβεία, που αποσκοπούσε τελικά;
Στο να σε κοιτάξουν;
Στο να γίνεις άξιος προσοχής;
Μα, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! τί;;

Η φωνή ακουγόταν από πολύ μακριά. Θαμπή, δίχως εικόνες. Ο Χάρης ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεββάτι νοσοκομείου. Μάτια κλειστά, και σώμα καθηλωμένο από τη ψυχική κούραση.
Άκουγε, αλήθεια;
Μέσα στο κεφάλι του φαντασιωνόταν πως ήταν μόνος στο δωμάτιο, πως κοίταζε το ταβάνι αραχτός και χωρίς σκοτούρες στο μυαλό του.
Μέσα στην αδιόρατη κατάθλιψή του κι όπως είχε τα μάτια του κλειστά, προσπάθησε να κουνήσει τα χέρια του, κι έπειτα από λίγη προσπάθεια, τα παράτησε. Τα χέρια του τα ένιωθε σφιγμένα, σχεδόν σαν το αίμα τους να είχε κοπεί από κάποιο σχοινί, από κάποιο λουρί.

Τόσο νέο παιδί! Μα, όλα του τα 'χε! Τα πόδια του, τα χέρια του, τα ματάκια του, το μυαλό του... Μα γιατί να βγεί έτσι δύστροπο...

Ξαφνικά, εκείνος, προτίμησε να σφίξει τσαντισμένος τα βλέφαρά του και να μετρήσει μέχρι το δέκα, βρίζοντας από μέσα του τη μοναξιά που ακόμη και μετά από την απόπειρα αυτοκτονίας του, άκουγε σαν δαίμονες στο μυαλό του.

Μεταξύ σοβαρού και αστείου, και δίχως να τον απασχολεί η ταυτότητα της φωνής που άκουγε τόσην ώρα, σκέφτηκε για λίγο κλεφτά Πως έφτασα εδώ; μα έπειτα ξανάπεσε σε λήθαργο.

Λήθαργος... Το απόλυτο σκοτάδι. Η απόλυτη ησυχία. Ώσπου καταλαβαίνει πως αυτό που του χαλάει την ηρεμία, ήταν ο δυνατός, σταθερός χτύπος της καρδιάς του.

Φασαρία.

Είναι 24 ετών. Όταν τον βλέπεις δεν τον κάνεις ούτε για 18. Μέχρι να μιλήσεις μαζί του.

Κάνε τη να σταματήσει!

Σταμάτησε.


...Συνεχίζεται