Σάββατο 24 Μαρτίου 2007

Η ΣΚΙΑ - ΤΕΥΧΟΣ 1ο



Κι αν δε γυρίσεις;
Ποιός νοιάστηκε ποτέ αν εσύ ζεις τελικά;
Κι όλη εκείνη η αχαλίνωτα αυτοκαταστροφική εφηβεία, που αποσκοπούσε τελικά;
Στο να σε κοιτάξουν;
Στο να γίνεις άξιος προσοχής;
Μα, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! τί;;

Η φωνή ακουγόταν από πολύ μακριά. Θαμπή, δίχως εικόνες. Ο Χάρης ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεββάτι νοσοκομείου. Μάτια κλειστά, και σώμα καθηλωμένο από τη ψυχική κούραση.
Άκουγε, αλήθεια;
Μέσα στο κεφάλι του φαντασιωνόταν πως ήταν μόνος στο δωμάτιο, πως κοίταζε το ταβάνι αραχτός και χωρίς σκοτούρες στο μυαλό του.
Μέσα στην αδιόρατη κατάθλιψή του κι όπως είχε τα μάτια του κλειστά, προσπάθησε να κουνήσει τα χέρια του, κι έπειτα από λίγη προσπάθεια, τα παράτησε. Τα χέρια του τα ένιωθε σφιγμένα, σχεδόν σαν το αίμα τους να είχε κοπεί από κάποιο σχοινί, από κάποιο λουρί.

Τόσο νέο παιδί! Μα, όλα του τα 'χε! Τα πόδια του, τα χέρια του, τα ματάκια του, το μυαλό του... Μα γιατί να βγεί έτσι δύστροπο...

Ξαφνικά, εκείνος, προτίμησε να σφίξει τσαντισμένος τα βλέφαρά του και να μετρήσει μέχρι το δέκα, βρίζοντας από μέσα του τη μοναξιά που ακόμη και μετά από την απόπειρα αυτοκτονίας του, άκουγε σαν δαίμονες στο μυαλό του.

Μεταξύ σοβαρού και αστείου, και δίχως να τον απασχολεί η ταυτότητα της φωνής που άκουγε τόσην ώρα, σκέφτηκε για λίγο κλεφτά Πως έφτασα εδώ; μα έπειτα ξανάπεσε σε λήθαργο.

Λήθαργος... Το απόλυτο σκοτάδι. Η απόλυτη ησυχία. Ώσπου καταλαβαίνει πως αυτό που του χαλάει την ηρεμία, ήταν ο δυνατός, σταθερός χτύπος της καρδιάς του.

Φασαρία.

Είναι 24 ετών. Όταν τον βλέπεις δεν τον κάνεις ούτε για 18. Μέχρι να μιλήσεις μαζί του.

Κάνε τη να σταματήσει!

Σταμάτησε.


...Συνεχίζεται