Τετάρτη 7 Μαρτίου 2007

Θάλασσα

Η θάλασσα ήταν ήρεμη.
Ο παφλασμός της απλά ήταν μιά μικρή "ηχορύπανση" στα αυτιά της. Ήταν μόνη, καθώς κοίταζε τη γκρίζα, αλμυρή, χειμωνιάτικη θάλασσα. Πού και πού αισθανόταν κάποιες στάλες από τον αφρό της να τη ψεκάζουν απότομα στα μάγουλα. Τα μαύρα της μαλλιά στεκόντουσαν ήρεμα στους ώμους της, πότε κλείνοντας της τα μάτια.. πότε γαργαλώντας την στον όμορφο λαιμό της.
Σκεφτόταν; Δε νομίζω. Απλά έψαχνε τον ορίζοντα. Μάντευε την απόσταση του... Χάζευε τα σύννεφα... Πότε πότε ένα αμυδρό μειδίαμα σιγοφαινόταν στα χείλη της, πότε πότε έπνιγε και κάποιο δάκρυ πίσω από τα μάτια της.

Είχε σκοπό;
Ήταν εδώ;
Θα γυρίσει από τις σκέψεις της;

Ήταν πολύ νέα. Και σκότεινα όμορφη. Τα μάτια της ήταν πάντα ένα αίνιγμα. Το κορμί της, πολυμαθημένο πιά, και ποτέ δωσμένο σε έναν μοναχά, κουβαλούσε τις πληγές της ψυχής της.

Μόνο στη θάλασσα ψέλλιζε λόγια. Λόγια που δεν ακούστηκαν ποτέ έξω από τα κατακόκκινα χείλη της.

Κι η θάλασσα, όσο την άκουγε, γινόταν μανιασμένη και άγρια. Σαν να αντιδρούσε σε κάποια προσευχή.

Εκείνη, σηκώθηκε από τα βράχια, γδύθηκε, και πλησίασε περπατώντας με τις άκρες των ποδιών της πρός τον αφρό. Δεν αντέδρασε όταν το παγωμένο νερό τύλιξε τους λεπτούς αστραγάλους της. Προχώρησε στα βαθιά, φορώντας μοναχά ένα δερμάτινο βραχιόλι.

Κι αφέθηκε.