Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

Danse Macabre [An Otherside Story]

Η Δαιμόνισσα με κάλεσε σε ένα γαμάτο παιχνιδάκι, αρκετά μακάβριο και πολύ ενδιαφέρον.. So... Λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή; Μπά δε νομίζω...

Σκοπός του game είναι να κάνω μιά περιγραφή της κηδείας μου... Θα καταφέρω άραγε να σας μεταδώσω τις εικόνες που έχω στο μυαλό μου...;

 

 

Κρύβομαι πίσω από έναν μεγάλο κυπάρισσο. Το μεγάλο νεκροταφείο φαίνεται από μακριά σαν ένα ήρεμο λιβάδι... Στην άκρη, πίσω, μεταξύ των νεκρών, μιά παρέα ... ζωντανών σιγομουρμουρίζει γύρω από ένα εβένινο φέρετρο.

Ομως κάτι δε μου φαίνεται φυσιολογικό...

Στο κατάμαυρο κασκέτο ένα ασημένο τριφύλλι έχει τον ρόλο του σταυρού και αντί για ταφόπλακα, έχει μόνο ένα σίδερο που γράφει κάποια λόγια, σαν υποκοριστικό αυτού που θάβεται. Στη μεγαλύτερη πλάκα που θα κλείσει την βρωμερή κατοικία, μπορώ από δώ να διαβάσω τί λέει:

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.


Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!

Οι φίλοι, βουβοί.

Κι ούτε ένας μαυροφορεμένος. Μονάχα εγώ φορώ ένα σατέν μαύρο κοστούμι με βελούδινα τελειώματα, και λευκό δαντελωτό μαντήλι στον λαιμό μου.

Λευκά φορέματα γύρω, οι αδελφούλες που δε με αγάπησαν ποτέ, άλλες που απλά με προσπέρασαν, κι άλλες που δείχνουν σαν τεθλιμμένες χήρες.

Προσπαθώ να περάσω πίσω από το ακίνητο πλήθος. Δε μπορεί να με δεί κανένας. Εσκυψα πάνω από το ξύλινο κουτί.

Πόση ψεύτικη γαλήνη.

Δε βρήκα την ηρεμία που ποθούσα.

Το δέρμα μου δείχνει σαν χαρτί, τα μάτια μου κλειστά και οι ώμοι μου χαλαροί. Στο σατέν προσκεφάλι, ένα μικρό πιστόλι βουτηγμένο στο αίμα, μου κάνει παρέα.

Προφανώς, η τελευταία ... συσκευή που δούλεψε σωστά (;) στα χέρια μου.

Μάτια γαλανά και μαύρα μάτια δεν έφευγαν από την θέαση του άψυχου σώματος.

Μα, δεν αισθάνονται την ειρωνία; Δε με βλέπουν;

Μιά - ίσως δυό - αδερφούλες μου, νόμισαν την κίνησή μου γι άνεμο και κοίταξαν για λίγο στο άπειρο.

Εγώ όμως, εδώ θα μείνω; Οταν έκανα ότι έκανα για να λυτρώσω αυτές από τον απαίσιο εαυτό μου, θα μείνω ακόμη εδώ; Η' μήπως θα έχω χώρα μου τα όρια του νεκρικού λιβαδιού, και φεύγοντας αυτοί, θα μείνω ξανά παρέα με τη μοναξιά μου, και πιό κοντά σε αυτούς που δε φοβήθηκα ποτέ μου;

Ισως να γίνει έτσι.

Και θα με ξεχάσουν σύντομα. Οι περισσότερες από τις Μούσες ίσως με είχαν ήδη βαρεθεί, και βρίσκονταν εδώ απλά για να σιγουρευτούν πως έφυγα.

Τουλάχιστον τις επιθυμίες μου τις σεβάστηκαν.

Κάποια από αυτές, η πιό όμορφη Μούσα, έβαλε το κομμάτι που θα 'θελα να ακουστεί. Ηρθε η ώρα να βυθιστεί η ύλη μου στην αγκαλιά της μεγαλύτερης μητέρας μου - της Μάνας Γης.

Lacrimosa dies Illa, οι νότες του Μότσαρτ με χαιρετούν καθώς ο χρόνος τρέχει γρηγορότερα, κι όλες με μία κίνηση, κοπανούν το καπάκι του φερέτρου μου γρήγορα και βίαια, και άτσαλα 2 μούλοι με κατεβάζουν 2 μέτρα κάτω από κεί που πατούσα χτές.

Η μουσική δε σταμάτησε.

Τώρα μπαίνουν στα αυτοκίνητά τους, λυτρωμένες από τον εφιάλτη τους, θάβοντάς με κάπου ήσυχα μέσα στο μυαλό τους, καθώς βοηθιούνται κι από τον ήχο των φτυαριών πιό πέρα που με σκεπάζουν με χώμα και αγκάθια.

Μονάχα μιά Δεσποσύνη κλαίει πιό πέρα, σιωπηρά, μέσα στα μαύρα της ρούχα, που τα δάκριά της σχίζουν και που της καίνε το δέρμα πέφτοντας.

Ξέρει τί πρέπει να κάνει.

Τη νύχτα αυτή έχει πανσέληνο. Αν δει -λένε- το λυκόφως το σώμα του νεκρού που μόλις έχει πεθάνει, θα γυρίσει πίσω.

Ξέρω πολύ καλά τι πρέπει να κάνω.

Θα γυρίσω για να γράψω τις απόψεις ενός πυροβολημένου.