Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Στωϊκά

Καθόμουν σε μιά καφετέρια κάποτε.

Και περίμενα Στωϊκά.

Καθόμουν δίπλα από τη τζαμαρία.

Τα καφέ της στηρίγματα, μου κλείναν το πεδίο προς το μισό του δρόμου.

Εβρεχε κι έκανε αρκετό κρύο, όμως εγώ, περίμενα Στωϊκά.

Παρήγγειλα έναν ζεστό καφέ και κάρφωσα τα μάτια μου στις φυλλωσιές των πεύκων - προσπαθούσα με το μυαλό μου να φτιάξω εικόνες και απομιμήσεις πινάκων με τις πευκοβελόνες και τις σκιές των.

Τσιγάρο, καφές, κοίταγμα στο κινητό.

Η άθλια μουσική του μαγαζιού μου την έσπαγε στα νεύρα.

"Δε γαμιέται", σκέφτηκα, "σιγά μην είχε κάτι που να μου αρέσει σε αυτό το πράμα."

Η βροχή είχε πανικοβάλλει τους πεζούς κι εγώ διασκέδαζα με τις εκφράσεις των καθώς έτρεχαν και γλιστρούσαν να καλυφθούν - σαν τα πολύτιμα κεφάλια τους να ήταν από ζάχαρη ή από άμμο.

Διασκέδαζα και χαμογελούσα στραβά καθώς έστρωνα το μαντήλι που φορούσα στον λαιμό μου.

Ημουν άλλης εποχής εκεί μέσα. Και το κακό είναι πως οι θαμώνες κι οι ανεγκέφαλες σερβιτόρες είχαν βρεί εναν καλό λόγο για να ψοφήσουν στο κουτσομπολιό και τη κακία.

Κανάγιες.

Τσιγάρο, καφές, κοίταγμα στο ρολόϊ.

Αισθανόμουν άνετα όσο περνούσε η ώρα. Και μέτραγα τα δεύτερα που έκανε το φανάρι να γίνει από κόκκινο, πράσινο - και τούμπαλιν.

Θυμόμουν πως αυτός ήταν ο καλύτερος καιρός όταν πήγαινα στο σχολείο ή στο φροντηστήριο - πιό πολύ επειδή γούσταρα να με παρατηρούν στην άνεσή μου, κι ας είχα γίνει παπί από τα νερά.

Κρύα η τζαμαρία, κι εγώ είχα κολλήσει πάνω της. Ετσι, κρύωνα κι εγώ. Εσφιξα τους ώμους και έχωσα το στόμα μου στον γιακά του παλτώ μου.

Τα μάτια μου και τα αυτιά μου, τα παρατηρούσαν όλα, κι όλα τα άκουγαν.

Ο καφές ήταν καλούλης. Νερομπούλι. Αλλά τί άλλο να κάνω; Τον έπινα. Και περίμενα.

Στωϊκά.

Αφηνα την ανάσα μου στη τζαμαρία, κι έπειτα χάραζα με το ακροδάχτυλο μιά τρεμμάμενη γραμμή, υποθέτοντας πως δεν ήμουν εγώ, αλλά εσύ.

Οι δρόμοι είχαν γίνει πιό σκούροι απ' ότι συνήθως, καθώς η βροχή τους είχε ποτήσει και το χρώμα ήταν πιό γκρι κι από σταχτί.

Τσιγάρο, καφές, κοίταγμα γύρω αδιάφορα.

Στον ουρανό μπορούσα να δώ το όνομά σου. Κι ίσως το πρόσωπό σου. Ομως.. όχι καθαρά. Μπορεί να μήν ήσουν εσύ.

Ενα αυτοκίνητο κόρναρε και με έκανε να χαμηλώσω τα μάτια πάνω του - κι όταν ξανάψαξα τα σύννεφα, δεν σε έβλεπα.

Κάποια στιγμή άρχισα να παρατηρώ τον εαυτό μου από τον αντικατοπτρισμό στα τζάμια. Για πρώτη φορά είπα πως κάτι έχω κι εγώ να πώ. Δεν ήμουν κανά μοντέλο. Ομως ούτε σα να μου 'χεις πετάξει βιτριόλι. Ετριψα το πιγούνι μου, λες κι είχα προβληματιστεί πολύ κι ανεπανόρθωτα.

Νύχτωσε.

Πήρα μιά βαθιά ανάσα και άφησα τα χρήματα στο τραπέζι.

Ξανακοίταξα το φλυτζάνι μου -- άδειασε.

Παράτησα εκεί το πακέτο μου για τη κουτσομπόλα σερβιτόρα - αφού πρώτα το 'χα κάνει χίλια κομματάκια αμμάζευτα, και κίνησα να φύγω.

Η ώρα που περίμενα Στωϊκά είχε έρθει.

Η βροχή είχε σταματήσει κι εγώ βγήκα από το μαγαζί χλευάζοντας κάτι τύπους που κρατάγανε την ομπρέλλα ακόμα με ύφος "Θα μας γλιτώσει κι από βομβαρδισμό".

Από δίπλα μου πέρασε ένα ζευγάρι νέων παιδιών που ήταν στριμωγμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Ζήλεψα.

Και τότε σε είδα σαν άγγελο να μου χαμογελάς.

Στριμώχτηκα στην αγκαλιά σου.

Και περίμενα Στωϊκά.

Την Καταιγίδα.