Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2007

Αν η νοσταλγία ήταν δολλάρια, θα ήμουν ο Μπιλ Γκέϊτς.

Θυμάμαι το χαμόγελό σου και το γέλιο σου.

Τα μάτια σου που έπαιζαν σαν σε αργή κίνηση καθώς γελώντας εκείνα κοίταζαν την ομορφιά του κόσμου.

Θυμάμαι το άγγιγμά σου - γρήγορο - και σαν να φοβόταν τις δεσμεύσεις...

Η φωνή σου, όταν γελούσες - δε ξέρω αν το ξέρεις - ήταν δυνατό και σπαρακτικά αισθησιακό.

Θυμάμαι τις φορές που σε γύρισα σπίτι σου και περίμενα στη γωνία, μήπως με κοιτάξεις από το παράθυρό σου.

Θυμάμαι πόσο γλυκά φιλούσες τα μάγουλά μου κι έπειτα μου ευχόσουν καλημέρα.

Πόσο παραπατούσα τότε κοιτάζοντάς σε.

Κι όταν σε περίμενα να φανείς, που κάπνιζα τρελλαμένα, ακούγοντας ίσως Savatage στο diskman μου.

Άραγε...

Κράτησες το cd που σου χα γράψει με τόση αγάπη τα τραγούδια που μου ζήτησες;

Θυμάμαι την ανάσα σου - εκείνο το βράδυ, στην εκδρομή, που μιλούσαμε ενώ γύρω η πόλη είχε πέσει νεκρή στον ύπνο. Κι εγώ, που είχα πιεί αρκετά για να απαντήσω στις ερωτήσεις σου.

Νοσταλγικά, κοιτώ τις φωτογραφίες.

Πάντα παραμένεις εκεί, ίδια στους καιρούς, μόνο με χρώματα θαμπά - να κοιτάς τον φακό πάντα γελώντας.

Πόσο μου λείπει αυτό το γέλιο.

Κι εκείνη η εποχή που κανείς δεν ήξερε τί ήθελε και τί όχι.

Κι όσα γράμματα σου γράψω, πάντα θα πέφτουν σε έναν τενεκέ, για να εκτιμήσω εγώ και κάποιος άγνωστος.

Κι εσύ, ήσυχα στο κάδρο σου, φαιδρά, θα χαμογελάσεις.